Δευτέρα 26 Αυγούστου 2013

Κλιματική αλλαγή (του Δημητρη Ζιακόπουλου)

Η απόγνωση των πολικών αρκούδων και η χαρά (;) των πιγκουίνων

         Με βάση τα στοιχεία του Εθνικού Κέντρου Δεδομένων Χιονιού και Πάγου (National Snow & Ice Data Center -NSIDC) των ΗΠΑ, η μέση έκταση της παγοκάλυψης του Σεπτεμβρίου της περιόδου 1979-2000 στην Αρκτική ανέρχεται στα 7,04 εκατ. τετραγωνικά χιλιόμετρα. Τα τελευταία έξι χρόνια (2007-2012) η έκταση της παγοκάλυψης το συγκεκριμένο μήνα δεν ξεπέρασε τα 5,13 εκατ. τετραγωνικά χιλιόμετρα και στο διάστημα αυτό καταρρίφθηκε δύο φορές το ρεκόρ της ελάχιστης παγοκάλυψης από τότε που άρχισαν οι μετρήσεις (1979). Η πρώτη φορά ήταν το 2007 (4,17 εκατ. τετραγωνικά χιλιόμετρα) και η δεύτερη φορά το 2012 (3,41 εκατ. τετραγωνικά χιλιόμετρα). Με βάση τα δεδομένα του NSIDC των ΗΠΑ, από το 1979 ως το 2012 η έκταση του πάγου της Αρκτικής μειώνεται με ρυθμό 13,0% ανά δεκαετία.
       Στην άλλη παγωμένη περιοχή του πλανήτη μας, την Ανταρκτική, στο τέλος του καλοκαιριού λιώνουν σχεδόν όλοι οι θαλάσσιοι πάγοι που την περιβάλλουν (εικόνα 1). Συγκεκριμένα, από την έκταση των 18,3 εκατ. τετραγωνικών χιλιομέτρων (μέση τιμή) του πάγου που σχηματίζεται το χειμώνα, στο τέλος του καλοκαιριού μένει έκταση πάγου περίπου 3 εκατ. τετραγωνικών χιλιομέτρων (ποσοστό 17%), χωρίς να υπάρχει σαφής τάση σε ότι αφορά τη χρόνο με το χρόνο μεταβολή. Το θέμα, πάντως, που συζητείται πολύ τα τελευταία χρόνια είναι η αυξητική τάση που παρουσιάζει η έκταση των θαλάσσιων πάγων στην Ανταρκτική στο τέλος της χειμερινής περιόδου. Με βάση και πάλι τα στοιχεία του Εθνικού Κέντρου Δεδομένων Χιονιού και Πάγου των ΗΠΑ, η έκταση των θαλάσσιων πάγων της Ανταρκτικής τον Σεπτέμβριο του 2012 έφθασε τα 19,44 εκατ. τετραγωνικά χιλιόμετρα, τιμή που είναι η μεγαλύτερη από το 1979. Το προηγούμενο ρεκόρ ήταν 19,39 εκατ. τετραγωνικά χιλιόμετρα και είχε σημειωθεί το 2006. Ο ρυθμός αύξησης της έκτασης του θαλάσσιου πάγου της Ανταρκτικής από το 1979 είναι μικρός, περίπου 0,9%  ανά δεκαετία, αλλά το συγκεκριμένο γεγονός έγινε η σημαία των επιχειρημάτων εκείνων που διαφωνούν με την υπόθεση της υπερθέρμανσης του πλανήτη και τις αιτίες που την προκαλούν.


Εικόνα 1:  Η μέση παγοκάλυψη στην Αρκτική (πάνω) και στην 
Ανταρκτική (κάτω)  τον Μάρτιο και τον Σεπτέμβριο. Οι γκρι κύκλοι στην Αρκτική
 είναι περιοχές τις οποίες  δεν καλύπτει ο δορυφόρος. (Πηγή: NSIDC)
  
         Η βασική θέση των λεγόμενων σκεπτικιστών είναι ότι οι προβλέψεις των υπέρμαχων της ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής έπεσαν έξω και ότι αυτό που συμβαίνει στην Ανταρκτική δεν είναι τίποτε άλλο παρά η εξισορρόπηση της μείωσης των πάγων που παρατηρείται την ίδια περίοδο στην Αρκτική. Πριν προχωρήσουμε στην παράθεση των αποτελεσμάτων των σχετικών με το θέμα ερευνών, καλό είναι να έχουμε υπόψη μας ότι η σύγκριση των τάσεων της έκτασης του θαλάσσιου πάγου στο τέλος του χειμώνα στην Ανταρκτική και στο τέλος του καλοκαιριού στην Αρκτική είναι προβληματική δεδομένου ότι οι διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα στις δύο περιοχές είναι εντελώς διαφορετικές. Η επέκταση του θαλάσσιου πάγου της Ανταρκτικής το  χειμώνα μπορεί να είναι το αποτέλεσμα ψύξης, αύξησης των χιονοπτώσεων ή επίδρασης των ανέμων, ενώη καλοκαιρινή απώλεια του πάγου στην Αρκτική θάλασσα είναι πιο στενά συνδεδεμένη με το κλίμα του πλανήτη σε επίπεδο δεκαετιών ή αιώνων.
        Οι χαμηλές θερμοκρασίες και ο πάγος είναι τα κοινά στοιχεία της Ανταρκτικής και της Αρκτικής, αλλά οι δύο παγωμένες περιοχές του πλανήτη μας, πέρα από ότι έχουν διαφορετικούς μόνιμους κατοίκους (πιγκουίνοι-πολικές αρκούδες),  παρουσιάζουν και άλλες πιο σημαντικές διαφορές. Καταρχάς, η Ανταρκτική, σε αντίθεση με την Αρκτική που είναι ένας ημίκλειστος ωκεανός, είναι ξηρά που περιβάλλεται από θάλασσα, γεγονός καθοριστικό για την έκταση, τη δυναμική και τα άλλα χαρακτηριστικά του θαλάσσιου πάγου που σχηματίζεται γύρω από αυτή. Στην Ανταρκτική, όμως, υπάρχουν και οι πάγοι της ξηράς οι οποίοι σχηματίστηκαν από τη συσσώρευση του χιονιού που πέφτει ως υετός εδώ και χιλιάδες χρόνια. Οι ειδικοί συμφωνούν ότι όταν ερευνούμε τις αυξομειώσεις του πάγου της Ανταρκτικής, ο θαλάσσιος πάγος που την περιβάλλει δεν είναι το πιο σημαντικό πράγμα που πρέπει να μετρηθεί. Μεγαλύτερη σημασία έχει ο πάγος της ξηράς ο οποίος με βάση τις δορυφορικές παρατηρήσεις και τις μελέτες που έχουν γίνει ελαττώνεται με επιταχυνόμενο ρυθμό κατά 100 έως 300 γιγατόνους το χρόνο. Τα ευρήματα των συγκεκριμένων μελετών βρίσκονται σε συμφωνία με τα ευρήματα άλλων μελετών που ερευνούν τις μεταβολές της θερμοκρασίας στην Ανταρκτική.  Σύμφωνα με μελέτη του καθηγητή στο πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον Έρικ Στάιγκ και των συναδέλφων του, που δημοσιεύτηκε το 2009 στο περιοδικό Nature, από το 1957 έως το 2006 η μέση θερμοκρασία της Ανταρκτικής ανεβαίνει με ρυθμό 0,05οC ανά δεκαετία. Ο ρυθμός θέρμανσης της δυτικής Ανταρκτικής υπερβαίνει τους 0,10οC και είναι εντονότερος το χειμώνα και την άνοιξη, αλλά αντισταθμίζεται μερικώς από την πτώση της θερμοκρασίας που παρατηρείται στην ανατολική Ανταρκτική (Steig, E. J., et al., Warming of the Antarctic ice-sheet surface since the 1957 International Geophysical Year).
       Οι παρατηρήσεις δείχνουν ότι ο ρυθμός ανόδου της θερμοκρασίας στην Ανταρκτική είναι πολύ μικρότερος από το ρυθμό ανόδου της θερμοκρασίας στην Αρκτική. Ο βασικός λόγος είναι ότι τα  πρότυπα των ανέμων και των θαλάσσιων ρευμάτων που περιβάλλουν την Ανταρκτική την απομονώνουν από τις παγκόσμιες καιρικές συνθήκες, διατηρώντας την κρύα. Αντίθετα, η Αρκτική είναι ωκεανός που συνδέεται πολύ περισσότερο με τα κλιματικά συστήματα των γειτονικών περιοχών της και ως εκ τούτου είναι πιο ευαίσθητη στην κλιματική αλλαγή. Οικλιματολόγοι πιστεύουν ότι η αυξητική τάση του θαλάσσιου πάγου το χειμώνα στην Ανταρκτική δεν έχει μεγάλο αντίκτυπο στο παγκόσμιο κλιματικό σύστημα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τη συγκεκριμένη εποχή στην Ανταρκτική η ενέργεια που φθάνει από τον ήλιο είναι στο πιο χαμηλό σημείο της με αποτέλεσμα και το ποσοστό της που αντανακλάται πίσω στο διάστημα από το θαλάσσιο πάγο να είναι μικρό. Αντίθετα, η συρρίκνωση των πάγων της Αρκτικής θάλασσας το καλοκαίρι είναι σημαντικός παράγοντας για το ενεργειακό ισοζύγιο της Γης, καθώς οι απαλλαγμένες από τον πάγο σκουρότερες θαλάσσιες επιφάνειες απορροφούν πολύ μεγαλύτερα ποσά ηλιακής ενέργειας.
       Η πλειονότητα των επιστημόνων δεν θεωρεί έκπληξη τη μικρή αυξητική τάση της έκτασης των θαλάσσιων πάγων της Ανταρκτικής στο τέλος της χειμερινής περιόδου και πιστεύει ότι οι προβλέψεις των μοντέλων για την εξέλιξη του καιρού και του κλίματος στην περιοχή αυτή βρίσκονται σε λογική συμφωνία με τις παρατηρήσεις. Ο Τζον Τάρνερ και οι συνάδελφοί του από το  Εθνικό Συμβούλιο Περιβαλλοντικής Έρευνας της Μεγάλης Βρετανίας σε μελέτη τους που δημοσιεύτηκε το 2009 στο Geophysical Research Letters αναφέρουν ότι από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 η ετήσια μέση έκταση των θαλάσσιων πάγων της Ανταρκτικής έχει αυξηθεί και ότι η μεγαλύτερη αύξηση σημειώνεται το φθινόπωρο στην περιοχή που φέρει το όνομα Θάλασσα Ρος και βρίσκεται κάτω και αριστερά της εικόνας της παγωμένης ηπείρου. Οι ερευνητές αποδίδουν το γεγονός κατά κύριο λόγο στην ισχυρότερη κυκλωνική ατμοσφαιρική ροή πάνω από τη γειτονική Θάλασσα Άμουντσεν, ως αποτέλεσμα της ενίσχυσης των ταχυτήτων του ανέμου το φθινόπωρο γύρω από την ήπειρο. Οι προσομοιώσεις που έγιναν έδειξαν ότι η ενίσχυση των ανέμων συνδέεται με την ψύξη της στρατόσφαιρας που είναι το αποτέλεσμα της μείωσης του στρατοσφαιρικού όζοντος(Turner, J., et al, Non‐annular atmospheric circulation change induced by stratospheric ozone depletion and its role in the recent increase of Antarctic sea ice extent). Η αύξηση της έντασης των δυτικών ανέμων στην Ανταρκτική είναι η κυρίαρχη τάση των κλιματικών μοντέλων η οποία επιβεβαιώνεται από σχετικές έρευνες. Ορισμένοι αποδίδουν την εξάπλωση του καλύμματος του θαλάσσιου πάγου στους ισχυρότερους δυτικούς ανέμους οι οποίοι ωθούν τους σχηματιζόμενους πάγους προς τα ανατολικά, αλλά λόγω της δύναμης Κοριόλις αυτοί ωθούνται τελικά προς τα αριστερά, δηλαδή απομακρύνονται από την ήπειρο. Μια άλλη εξήγηση για την αύξηση του θαλάσσιου πάγου της Ανταρκτικής δίνει ο Τζίνλουν Ζανγκ του Πανεπιστημίου της Ουάσινγκτον, ο οποίος σε μελέτη του το 2007 αναφέρει ότι ο Νότιος Ωκεανός φρεσκάρεται με ποσότητες γλυκού νερού που προέρχεται από τις αυξημένες βροχοπτώσεις, την απορροή των παγετώνων και τις χιονοπτώσεις. Αυτό αλλάζει τη σύνθεση των  διαφορετικών στρωμάτων του ωκεανού, προκαλώντας  λιγότερη ανάμιξη μεταξύ των θερμών και ψυχρών στρωμάτων και επομένως λιγότερο λιωμένο θαλάσσιο πάγο (Jinlun ZhangIncreasing Antarctic Sea Ice under Warming Atmospheric and Oceanic Conditions). Να σημειώσουμε εδώ ότι μια από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής είναι η αύξηση του υετού στις περιοχές των μεγάλων γεωγραφικών πλατών και ότι ανεξάρτητα από αυτό στην Ανταρκτική χιονίζει πιο πολύ από την Αρκτική λόγω της περισσότερης διαθέσιμης υγρασίας η οποία προέρχεται από τους ωκεανούς που τη περιβάλλουν.  
     Ο Ρομπ Μέισον,  εκπρόσωπος του Αυστραλιανού Ερευνητικού Κέντρου του Χόμπαρτ που παρακολουθεί το οικοσύστημα της Ανταρκτικής, είναι επιφυλακτικός σε ότι αφορά τις εξηγήσεις για την αυξητική τάση της έκτασης των θαλάσσιων πάγων της Ανταρκτικής και θεωρεί ότι οι επιστήμονες που ασχολούνται με τις κλιματολογικές αλλαγές θα πρέπει να καταβάλουν περισσότερες προσπάθειες για την κατανόηση του φαινομένου. Οι υπέρμαχοι, ωστόσο, της υπερθέρμανσης του πλανήτη δεν έχουν αμφιβολίες και πιστεύουν ότι τις επόμενες δεκαετίες η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη θα ξεπεράσει όλες τις επιρροές που προς το παρόν προκαλούν την αύξηση της έκτασης του θαλάσσιου πάγου της Ανταρκτικής και θα τον περιορίσουν πάρα πολύ. Με βάση τα παραπάνω δεν έχουν λόγους να χαίρονται οι πιγκουίνοι. Το αντίθετο θα έλεγα. Η μοίρα τους είναι κοινή με τη μοίρα των πολικών αρκούδων και κατ’ επέκταση με τη μοίρα όλων μας.

Νοέμβριος 2012 



Οι πολικοί πάγοι λιώνουν. Μας νοιάζει;

Ο Ερμής είναι ο πλησιέστερος προς τον Ήλιο πλανήτης και η θερμοκρασία του κυμαίνεται την ημέρα από τους 285 οστο αφήλιο έως τους 430οστο περιήλιο  και τη νύχτα πέφτει στους μείον 180 οC. Η Αφροδίτη, αν και βρίσκεται πιο μακριά από τον Ήλιο, έχει μέρα νύχτα θερμοκρασίες από 447 έως 477 οC. Ο Ερμής ουσιαστικά δεν έχει ατμόσφαιρα, αλλά η  Αφροδίτη έχει πυκνή ατμόσφαιρα η οποία  σε ποσοστό 97% αποτελείται από διοξείδιο του άνθρακα. Ο επόμενος πλανήτης είναι ο δικός μας ο οποίος χάρη στην ατμόσφαιρά του έχει μέση θερμοκρασία 15 οC αντί των μείον 18 οC που θα είχε χωρίς αυτήν. Την ατμοσφαιρική κουβέρτα που μας ζεσταίνει την αποτελούν οι υδρατμοί, το διοξείδιο του άνθρακα, το μεθάνιο και ορισμένα άλλα μικρότερης επίδρασης αέρια. Η κουβέρτα της Γης έχει μια σημαντική ιδιότητα: αφήνει τη μικρού μήκους ακτινοβολία του Ηλίου να περνά μέσα από αυτή και να ζεσταίνει τον πλανήτη μας, αλλά εμποδίζει τη μεγάλου μήκους ακτινοβολία (θερμότητα) που εκπέμπει η Γη προς το διάστημα. Όταν υπάρχει ισορροπία, όση ενέργεια δέχεται η Γη από τον Ήλιο τόση ακριβώς ενέργεια ακτινοβολεί προς το διάστημα. Τις τελευταίες δεκαετίες ο άνθρωπος σκέπασε τη Γη με μια πιο χοντρή κουβέρτα (αύξησε τη συγκέντρωση του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα) και έφερε τον πλανήτη σε κατάσταση θερμικής ανισορροπίας. Η επιπλέον θερμότητα που εγκλωβίζεται κάτω από την κουβέρτα διοχετεύεται στις θερμικές δεξαμενές της Γης που είναι οι ωκεανοί και το υπέδαφος. Παρατηρήσεις από 3.000 σταθμούς που είναι εγκατεστημένοι στους ωκεανούς δείχνουν ότι αυτοί θερμαίνονται με ρυθμούς που στο πάνω μισό τους είναι σημαντικοί και αυτή η θερμότητα είναι εκείνη που λιώνει τους πάγους. Άλλες παρατηρήσεις δείχνουν ότι και το έδαφος θερμαίνεται πλέον σε βάθος αρκετών  μέτρων. Ο κλιματολόγος Τζέιμς Χάνσεν, Διευθυντής του Ινστιτούτου Διαστημικών Μελετών Γκόνταρντ της NASA, υπολόγισε ότι η θερμική ανισορροπία είναι περίπου 0,6 βατ ανά τετραγωνικό μέτρο γήινης επιφάνειας. Το συγκεκριμένο ποσό ενέργειας φαίνεται μικρό, αλλά δυστυχώς δεν είναι έτσι. Σε πλανητικό επίπεδο η συνολική ενέργεια (θερμότητα) ισοδυναμεί με την ενέργεια που εκλύεται με την έκρηξη 400.000 ατομικών βομβών Χιροσίμα κάθε μέρα επί 365 μέρες το χρόνο. Ακόμα και αν αύριο το πρωί σταματήσει η απελευθέρωση επιπλέον ποσοτήτων διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα, ο πλανήτης θα εξακολουθήσει να θερμαίνεται με τα ποσά της ενέργειας που προαναφέρθηκαν έως ότου αποκατασταθεί η θερμική ισορροπία.
        Στο παρελθόν, το έναυσμα για τις τεράστιες κλιματικές ταλαντώσεις του πλανήτη μας (παγετωνικές και μεσοπαγετωνικές περίοδοι) αποτέλεσαν οι αλλαγές της ηλιακής ενέργειας που έφθανε στη Γη και οφείλονταν σε αλλαγές στα λεγόμενα «τροχιακά» της (κύκλοι του Μιλάνκοβιτς). Η πρώτη συνέπεια της αύξησης της ηλιακής ακτινοβολίας ήταν το λιώσιμο των πάγων στις περιοχές των μεγάλων γεωγραφικών πλατών της Γης. Οι σκουρόχρωμες περιοχές της επιφάνειας του πλανήτη μας που αποκαλύπτονταν με το λιώσιμο του πάγου άρχιζαν να απορροφούν μεγαλύτερα ποσά ηλιακής ακτινοβολίας με αποτέλεσμα τη θέρμανση των ωκεανών και της ξηράς και την απελευθέρωση από τα  παγωμένα εδάφη μεγαλύτερων ποσοτήτων διοξειδίου του άνθρακα και μεθανίου στην ατμόσφαιρα. Η διαδικασία αυτή των συνεχών ανατροφοδοτήσεων (θετικών αναδράσεων) ήταν η αιτία της μεγάλης ανόδου της θερμοκρασίας του πλανήτη, παρόλο που το αρχικό αίτιο δεν ήταν ισχυρό. Με την αντίθετη διαδικασία, η οποία δρομολογείται με την ελάττωση της ηλιακής ακτινοβολίας που φθάνει στη Γη, άρχιζαν οι παγετωνικές περίοδοι.
         Η κλιματική αλλαγή των τελευταίων δεκαετιών δεν προκλήθηκε από την αύξηση της ηλιακής ακτινοβολίας που φθάνει στη Γη, αλλά από την ανθρωπογενή αύξηση της συγκέντρωσης του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα. Ωστόσο, η φυσική δεν αλλάζει. Η προκαλούμενη αύξηση της θερμοκρασίας λιώνει τους πάγους και αν δεν ληφθούν δραστικά μέτρα, το φαινόμενο του θερμοκηπίου με τις θετικές αναδράσεις θα εντείνεται συνεχώς και κανείς δεν γνωρίζει που θα οδηγήσει. Τίθεται ένα ερώτημα. Μπορούν οι συγκεκριμένες διαδικασίες να μετατρέψουν κάποια στιγμή τη Γη σε Αφροδίτη; Θεωρητικά κάτι τέτοιο δεν αποκλείεται, αλλά καλύτερα να μείνουμε σε αυτό που έχει πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες να συμβεί και μάλιστα πολύ νωρίτερα. Δηλαδή, να βρεθεί το κλιματικό σύστημα της Γης εκτός ελέγχου με δραματικές επιπτώσεις για την ανθρωπότητα και ολόκληρο τον πλανήτη. Εστιάζοντας την προσοχή μας στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στον καιρό, μπορούμε να πούμε ότι οι αλλαγές στη θερμοκρασία και την διανομή των βροχοπτώσεων στην επιφάνεια του πλανήτη θα είναι δραματικές. Ο μελλοντικός θερμότερος κόσμος θα είναι ξηρότερος στις ξηρές περιοχές και υγρότερος στις υγρές περιοχές, αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Επειδή ο θερμότερος αέρας συγκρατεί περισσότερους υδρατμούς, οι βροχές και οι καταιγίδες θα είναι περισσότερο έντονες. Ο Ντέιβιντ Μπατίστι, καθηγητής Ατμοσφαιρικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Ουάσινγκτον, και η Ρόζαμοντ Νέιλορ, συνάδελφός του στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, μετά από ανάλυση είκοσι τριών κλιματικών μοντέλων έγραψαν το 2009 στο περιοδικό Science ότι σε ότι αφορά την πορεία της θερμοκρασίας υπάρχουν δύο πιθανότητες: «είτε τα σημερινά ρεκόρ των υψηλών θερμοκρασιών θα είναι οι αυριανές κανονικές τιμές της θερμοκρασίας είτε οι θερμοκρασίες θα βρεθούν έξω από κάθε όριο. Στη δεύτερη περίπτωση ακόμα και την ψυχρή εποχή οι θερμοκρασίες θα είναι μεγαλύτερες από ότι είναι σήμερα τη θερμή εποχή».
          Οι περισσότεροι από μας έχουμε την εντύπωση ότι οι παραπάνω ανατριχιαστικές προβλέψεις ίσως συμβούν κάποτε στο μέλλον, αλλά τα πράγματα  δυστυχώς δεν είναι έτσι. Πριν από μερικές εβδομάδες  ο Τζέιμς Χάνσεν δεν δίστασε να ανακοινώσει ότι ο φονικός καύσωνας της Γαλλίας το 2003, ο καύσωνας που έπληξε τη Ρωσία το 2010 και οι καταστροφικές ξηρασίες του 2011 στο Μεξικό και στις πολιτείες Τέξας και Οκλαχόμα των ΗΠΑ συνδέονται με την κλιματική αλλαγή. Όπως ο ίδιος δήλωσε στην εφημερίδα Washington Post στις 3 Αυγούστου 2012 «δεν υπάρχει άλλη εξήγηση για τις εξαιρετικά υψηλές θερμοκρασίες των τελευταίων ετών, πέρα από την κλιματική αλλαγή (…) Αυτά τα καιρικά φαινόμενα δεν αποτελούν απλά ένα παράδειγμα για το τι θα μπορούσε να φέρει η κλιματική αλλαγή. Προκαλούνται από την κλιματική αλλαγή». Ο διαπρεπής επιστήμονας, αναλύοντας τα αρχεία της θερμοκρασίας των τελευταίων 60 χρόνων, ανακάλυψε ότι «τα τελευταία χρόνια παρατηρούνται ακραία φαινόμενα περισσότερο από τρεις τυπικές αποκλίσεις έξω από το συνηθισμένο. Πενήντα χρόνια πριν, τέτοιες ανωμαλίες κάλυπταν μόνο 2 ως 3 δέκατα του 1% της ξηράς του πλανήτη, ενώ σήμερα καλύπτουν το 10% αυτής».
          Ασχολούμενος σαράντα χρόνια με τη μετεωρολογία, αυτό που έμαθα καλύτερα από όλα είναι τι θα πει φυσική μεταβλητότητα του καιρού και του κλίματος, αλλά αυτά που συμβαίνουν τα τελευταία 15 χρόνια δεν μπορούν να θεωρηθούν φυσικά σκαμπανεβάσματα. Ας δούμε λίγα από αυτά που έγιναν στη χώρα μας. Σύμφωνα με μελέτη του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, το 2010 ήταν το θερμότερο έτος των τελευταίων 113 ετών για την Αθήνα. Δεύτερο πιο ζεστό έτος κατατάσσεται το 2007 και ακολουθούν τα έτη 2008, 2001 και 1999. Με βάση τα στοιχεία της ΕΜΥ, τα πιο ζεστά καλοκαίρια τα τελευταία τουλάχιστον 60 χρόνια στην Αθήνα και σε πολλές άλλες περιοχές της χώρας ήταν το καλοκαίρι του 2007 και το φετινό εφιαλτικό καλοκαίρι. Αυτό που με τρόμαξε στο καλοκαίρι που πέρασε ήταν οι παρατεταμένες συνθήκες καύσωνα που συνδέονται με τη γενικότερη ατμοσφαιρική κυκλοφορία. Συγκεκριμένα, σε ένα πολύ μεγάλο διάστημα του φετινού καλοκαιριού ο υποτροπικός αεροχείμαρρος, που κατά κάποιο οριοθετεί την προς τα μεγάλα γεωγραφικά πλάτη επέκταση των τροπικών αέριων μαζών, βρισκόταν βόρεια της χώρας και αυτή η εικόνα έρχεται από το μέλλον. Με τις ολοένα και πιο συχνές μετατοπίσεις του πολικού αεροχειμάρρου  (πηδαλιουχεί τα βαρομετρικά χαμηλά) προς τα μεγαλύτερα γεωγραφικά πλάτη και τις επακόλουθες μετατοπίσεις του υποτροπικού αεροχειμάρρου  (συνδέεται με τη ζέστη και την ξηρασία) σε περιοχές γεωγραφικού πλάτους 45 και 50 μοιρών εξηγείται γιατί ο μελλοντικός καιρός θα είναι ξηρότερος στις ξηρές περιοχές και υγρότερος στις υγρές περιοχές. Μετά από τα παραπάνω, θα έλεγα με βεβαιότητα ότι η καμπάνα που αναγγέλλει το λιώσιμο των πολικών πάγων χτυπάει και για μας. Διαφορετικά, θα ήταν σαν να μη μας ένοιαζε για το νεράκι των πηγών μας, τη φρεσκάδα του μελτεμιού μας ή τους ακριβοθώρητους χιονιάδες μας.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου